Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόàlpe
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [ˈalpe] 1 νεάργυρος 2 μείγμα νικελίου και αργύρου permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z |
Ën piemontèis |