Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


altaléna, altalèna  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [altaˈlena], [altaˈlɛna]

1 (a funi) η κούνια
2 (a bilico) η τραμπάλα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  altacassa altalenare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

alpinistico (επίθ.)
alpino (αρσ. επίθ και ουσ)
alquanto (οριστ. επίθ.)
alt (επιφ.)
altacassa (θηλ.ουσ)
altalena (θηλ.ουσ)
altalenare (ρ.αμτβ.)
altamente (επίρ.)
altana (θηλ.ουσ)
altare (ουσ αρσ )
altea (θηλ.ουσ)
alterabile (επίθ.)
alterabilità (θηλ.ουσ)
alterare (ρ. μτβ.)
alterarsi (ρ. μ. αμτβ.)
alterativo (επίθ.)
alterato (ουσ αρσ )
alterato (επίθ.)
alterazione (θηλ.ουσ)
altercare (ρ.αμτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---