Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόaltaléna, altalèna
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [altaˈlena], [altaˈlɛna] 1 (a funi) η κούνια 2 (a bilico) η τραμπάλα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |