Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


altàna  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [alˈtana]

1 εξώστης
2 μπαλκόνι
3 βεράντα
4 αλτάνα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  altamente altare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

alt (επιφ.)
altacassa (θηλ.ουσ)
altalena (θηλ.ουσ)
altalenare (ρ.αμτβ.)
altamente (επίρ.)
altana (θηλ.ουσ)
altare (ουσ αρσ )
altea (θηλ.ουσ)
alterabile (επίθ.)
alterabilità (θηλ.ουσ)
alterare (ρ. μτβ.)
alterarsi (ρ. μ. αμτβ.)
alterativo (επίθ.)
alterato (ουσ αρσ )
alterato (επίθ.)
alterazione (θηλ.ουσ)
altercare (ρ.αμτβ.)
altercazione (θηλ.ουσ)
alterezza (θηλ.ουσ)
alterigia (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---