Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


alteràre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [alteˈrare]

1 ψευτίζω
2 αλλάζω
3 μεθώ
4 νοθεύω
5 πλαστογραφώ
6 παραποιώ
7 μεταβάλλω
8 διαστρέφω

alteràrsi  
ρήμα μέσο αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [alteˈrarsi]

1 χάνω την ψυχραιμία μου
2 μπαγιατεύω
3 ζαλίζομαι από τη μέθη
4 αλλάζω
5 στυφίζω
6 αλλοιώνομαι
7 μεταβάλλομαι
8 ξινίζω
9 χαλώ
10 πικρίζω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  alterabilità alterativo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

altana (θηλ.ουσ)
altare (ουσ αρσ )
altea (θηλ.ουσ)
alterabile (επίθ.)
alterabilità (θηλ.ουσ)
alterare (ρ. μτβ.)
alterarsi (ρ. μ. αμτβ.)
alterativo (επίθ.)
alterato (ουσ αρσ )
alterato (επίθ.)
alterazione (θηλ.ουσ)
altercare (ρ.αμτβ.)
altercazione (θηλ.ουσ)
alterezza (θηλ.ουσ)
alterigia (θηλ.ουσ)
alternanza (θηλ.ουσ)
alternare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
alternarsi (ρ. μ. αμτβ.)
alternativa (θηλ.ουσ)
alternativamente (επίρ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---