Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


alternàre  
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [alterˈnare]

1 εναλλάσσω
2 ανταλλάσσω
3 δίνω και παίρνω αμοιβαία
4 γίνομαι διαδοχικά
5 εναλλάσσομαι
6 υπάρχω διαδοχικά
7 ενεργώ διαδοχικά

alternàrsi  
ρήμα μέσο αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [alterˈnarsi]

1 γίνομαι διαδοχικά
2 ανταλλάσσω
3 υπάρχω διαδοχικά
4 δίνω και παίρνω αμοιβαία
5 εναλλάσσομαι
6 ενεργώ διαδοχικά
7 εναλλάσσω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  alternanza alternativa  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

altercare (ρ.αμτβ.)
altercazione (θηλ.ουσ)
alterezza (θηλ.ουσ)
alterigia (θηλ.ουσ)
alternanza (θηλ.ουσ)
alternare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
alternarsi (ρ. μ. αμτβ.)
alternativa (θηλ.ουσ)
alternativamente (επίρ.)
alternativo (επίθ.)
alternato (επίθ.)
alternatore (ουσ αρσ )
alternazione (θηλ.ουσ)
alterno (επίθ.)
altero (επίθ.)
altezza (θηλ.ουσ)
altezzosità (θηλ.ουσ)
altezzoso (επίθ.)
alticcio (επίθ.)
altimetria (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---