Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


alternatìvo  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [alternaˈtivo]

εναλλακτικός (-ή, -ό)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  alternativamente alternato  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

alternanza (θηλ.ουσ)
alternare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
alternarsi (ρ. μ. αμτβ.)
alternativa (θηλ.ουσ)
alternativamente (επίρ.)
alternativo (επίθ.)
alternato (επίθ.)
alternatore (ουσ αρσ )
alternazione (θηλ.ουσ)
alterno (επίθ.)
altero (επίθ.)
altezza (θηλ.ουσ)
altezzosità (θηλ.ουσ)
altezzoso (επίθ.)
alticcio (επίθ.)
altimetria (θηλ.ουσ)
altimetrico (επίθ.)
altimetro (ουσ αρσ )
altipiano (ουσ αρσ )
altiporto (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---