Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


altezzóso  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [altetˈtsoso], [altetˈtsozo]

υπερόπτης


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  altezzosità alticcio  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

alternazione (θηλ.ουσ)
alterno (επίθ.)
altero (επίθ.)
altezza (θηλ.ουσ)
altezzosità (θηλ.ουσ)
altezzoso (επίθ.)
alticcio (επίθ.)
altimetria (θηλ.ουσ)
altimetrico (επίθ.)
altimetro (ουσ αρσ )
altipiano (ουσ αρσ )
altiporto (ουσ αρσ )
altisonante (επίθ.)
altissimo (αρσ. επίθ και ουσ)
altitudine (θηλ.ουσ)
alto (ουσ αρσ )
alto (επίθ.)
altocumulo (ουσ αρσ )
altoforno (ουσ αρσ )
altolocato (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---