Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


altolocàto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [,altoloˈkato]

1 ευρισκόμενος σε υψηλή κοινωνική θέση
2 υψηλόβαθμος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  altoforno altoparlante  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

altitudine (θηλ.ουσ)
alto (ουσ αρσ )
alto (επίθ.)
altocumulo (ουσ αρσ )
altoforno (ουσ αρσ )
altolocato (επίθ.)
altoparlante (ουσ αρσ )
altopiano (ουσ αρσ )
altoporto (ουσ αρσ )
altorilievo (ουσ αρσ )
altresì (επίρ.)
altrettanto (επίρ.)
altri (οριστ. αντων.)
altrieri (ουσ αρσ )
altrimenti (επίρ.)
altro (οριστ. επίθ.)
altronde (επίρ.)
altrove (επίρ.)
altrui (κτητ. επίθ.)
altruismo (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---