Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


àltro  
οριστικό επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ˈaltro]

1 άλλος (-η, -ο)
2 (fra due cose) έτερος (-η, -ο)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  altrimenti altronde  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


ancora un altro = ακόμα ένας || da un momento all'altro = από στιγμή σε στιγμή || d'altra parte = απ' την άλλη μεριά || domani l'altro = μεθαύριο || gli altri [αρσ. πλυθ.] = οι άλλοι [m.] || l'altro ieri = προχθές || senz'altro = δίχως άλλο || tra l'altro = συν τοις άλλοις || tutt'altro = κάθε άλλο || un altro (diverso) = ένας άλλος


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

altresì (επίρ.)
altrettanto (επίρ.)
altri (οριστ. αντων.)
altrieri (ουσ αρσ )
altrimenti (επίρ.)
altro (οριστ. επίθ.)
altronde (επίρ.)
altrove (επίρ.)
altrui (κτητ. επίθ.)
altruismo (ουσ αρσ )
altruista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
altruistico (επίθ.)
altura (θηλ.ουσ)
alturiero (αρσ. επίθ και ουσ)
alunno (ουσ αρσ )
alveare (ουσ αρσ )
alveo (ουσ αρσ )
alveolite (θηλ.ουσ)
alvo (ουσ αρσ )
alzabandiera (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---