Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


àlveo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈalveo]

κοίτη ποταμού


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  alveare alveolite  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

altruistico (επίθ.)
altura (θηλ.ουσ)
alturiero (αρσ. επίθ και ουσ)
alunno (ουσ αρσ )
alveare (ουσ αρσ )
alveo (ουσ αρσ )
alveolite (θηλ.ουσ)
alvo (ουσ αρσ )
alzabandiera (ουσ αρσ )
alzacristallo (ουσ αρσ )
alzaia (θηλ.ουσ)
alzamento (ουσ αρσ )
alzare (ρ. μτβ.)
alzarsi (ρ. μ. μτβ. και αμτβ.)
alzata (θηλ.ουσ)
alzato (αρσ. επίθ και ουσ)
alzavalvola (θηλ.ουσ)
alzavola (θηλ.ουσ)
alzo (ουσ αρσ )
amabile (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---