Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόalzàto
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό Προσφορά I.P.A.: [alˈtsato] 1 σηκωμένος 2 όρθιος 3 ξυπνητός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |