Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόamàca, àmaca
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [aˈmaka], [ˈamaka] 1 κούνια 2 αιώρα 3 κρεβάτι-αιώρα από καραβόπανο ή από σκοινί permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |