Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


amàlgama  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [aˈmalgama]

αμάλγαμα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  amagnetico amalgamare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

amabilità (θηλ.ουσ)
amabilmente (επίρ.)
amaca (θηλ.ουσ)
amadriade (θηλ.ουσ)
amagnetico (επίθ.)
amalgama (ουσ αρσ )
amalgamare (ρ. μτβ.)
amalgamarsi (ρ. μ. αμτβ.)
amalgamazione (θηλ.ουσ)
amanita (θηλ.ουσ)
amante (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
amanuense (ουσ αρσ και θηλ.)
amaranto (ουσ αρσ )
amarasca (θηλ.ουσ)
amarasco (ουσ αρσ )
amare (ρ. μτβ.)
amarsi (ρ.μ. (αντων.))
amareggiamento (ουσ αρσ )
amareggiare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
amareggiarsi (ρ. μ. αμτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---