Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


amalgamàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [amalgaˈmare]

1 συγχωνεύω
2 αναμειγνύω

amalgamàrsi  
ρήμα μέσο αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [amalgaˈmarsi]

1 συγχωνεύομαι
2 αναμειγνύομαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  amalgama amalgamazione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

amabilmente (επίρ.)
amaca (θηλ.ουσ)
amadriade (θηλ.ουσ)
amagnetico (επίθ.)
amalgama (ουσ αρσ )
amalgamare (ρ. μτβ.)
amalgamarsi (ρ. μ. αμτβ.)
amalgamazione (θηλ.ουσ)
amanita (θηλ.ουσ)
amante (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
amanuense (ουσ αρσ και θηλ.)
amaranto (ουσ αρσ )
amarasca (θηλ.ουσ)
amarasco (ουσ αρσ )
amare (ρ. μτβ.)
amarsi (ρ.μ. (αντων.))
amareggiamento (ουσ αρσ )
amareggiare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
amareggiarsi (ρ. μ. αμτβ.)
amarena (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---