Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


amaràsco  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [amaˈrasko]

βυσσινιά


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  amarasca amare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

amanita (θηλ.ουσ)
amante (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
amanuense (ουσ αρσ και θηλ.)
amaranto (ουσ αρσ )
amarasca (θηλ.ουσ)
amarasco (ουσ αρσ )
amare (ρ. μτβ.)
amarsi (ρ.μ. (αντων.))
amareggiamento (ουσ αρσ )
amareggiare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
amareggiarsi (ρ. μ. αμτβ.)
amarena (θηλ.ουσ)
amareno (ουσ αρσ )
amaretto (ουσ αρσ )
amarezza (θηλ.ουσ)
amaricante (αρσ. επίθ και ουσ)
amarillide (θηλ.ουσ)
amaro (ουσ αρσ )
amaro (επίθ.)
amarognolo (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---