Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


amàro  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [aˈmaro]

1 βάσανα
2 πίκρες
3 πίκρα

amàro  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [aˈmaro]

πικρός (-ή, -ό)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  amarillide amarognolo  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


caffè [αρσ.] amaro = ο καφές σκέτος


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

amareno (ουσ αρσ )
amaretto (ουσ αρσ )
amarezza (θηλ.ουσ)
amaricante (αρσ. επίθ και ουσ)
amarillide (θηλ.ουσ)
amaro (ουσ αρσ )
amaro (επίθ.)
amarognolo (επίθ.)
amarra (θηλ.ουσ)
amato (αρσ. επίθ και ουσ)
amatore (ουσ αρσ )
amatorio (επίθ.)
amaurosi (θηλ.ουσ)
amazzone (θηλ.ουσ)
amazzonio (επίθ.)
ambagi (ουσ αρσ πληθ.)
ambasceria (θηλ.ουσ)
ambascia (θηλ.ουσ)
ambasciata (θηλ.ουσ)
ambasciatore (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---