Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόamàro
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [aˈmaro] 1 βάσανα 2 πίκρες 3 πίκρα amàro επίθετο Προσφορά I.P.A.: [aˈmaro] πικρός (-ή, -ό) permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαcaffè [αρσ.] amaro = ο καφές σκέτος Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |