Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόamàto
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό Προσφορά I.P.A.: [aˈmato] 1 αγαπημένος 2 προσφιλής 3 αγαπητός 4 πολυαγαπημένος 5 λατρευτός 6 αξιαγάπητος 7 ευνοούμενος 8 φίλτατος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |