Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ambasciàta  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ambaʃˈʃata]

η πρεσβεία


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ambascia ambasciatore  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

amazzone (θηλ.ουσ)
amazzonio (επίθ.)
ambagi (ουσ αρσ πληθ.)
ambasceria (θηλ.ουσ)
ambascia (θηλ.ουσ)
ambasciata (θηλ.ουσ)
ambasciatore (ουσ αρσ )
ambasciatrice (θηλ.ουσ)
ambedue (επίθ.)
ambiare (ρ.αμτβ.)
ambiatura (θηλ.ουσ)
ambidestrismo (ουσ αρσ )
ambidestro (αρσ. επίθ και ουσ)
ambientale (επίθ.)
ambientalista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
ambientamento (ουσ αρσ )
ambientare (ρ. μτβ.)
ambientarsi (ρ. μ. αμτβ.)
ambientazione (θηλ.ουσ)
ambiente (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---