Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ambidestrìsmo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ambidesˈtrizmo]

1 αμφιδεξιότητα
2 ικανότητα και με τα δύο χέρια


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ambiatura ambidestro  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ambasciatore (ουσ αρσ )
ambasciatrice (θηλ.ουσ)
ambedue (επίθ.)
ambiare (ρ.αμτβ.)
ambiatura (θηλ.ουσ)
ambidestrismo (ουσ αρσ )
ambidestro (αρσ. επίθ και ουσ)
ambientale (επίθ.)
ambientalista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
ambientamento (ουσ αρσ )
ambientare (ρ. μτβ.)
ambientarsi (ρ. μ. αμτβ.)
ambientazione (θηλ.ουσ)
ambiente (ουσ αρσ )
ambiente (επίθ.)
ambigenere (επίθ.)
ambiguità (θηλ.ουσ)
ambiguo (επίθ.)
ambio (ουσ αρσ )
ambire (ρ. μτβ. και αμετβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---