Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόambidestrìsmo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ambidesˈtrizmo] 1 αμφιδεξιότητα 2 ικανότητα και με τα δύο χέρια permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |