Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ambiguità  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ambiguiˈta]

1 σκίαση
2 αθιβολή
3 ενδοιασμός
4 αμφιβολία
5 ρίξιμο σκιάς
6 αβεβαιότητα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ambigenere ambiguo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ambientarsi (ρ. μ. αμτβ.)
ambientazione (θηλ.ουσ)
ambiente (ουσ αρσ )
ambiente (επίθ.)
ambigenere (επίθ.)
ambiguità (θηλ.ουσ)
ambiguo (επίθ.)
ambio (ουσ αρσ )
ambire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
ambito (ουσ αρσ )
ambivalente (επίθ.)
ambivalenza (θηλ.ουσ)
ambizione (θηλ.ουσ)
ambizioso (ουσ αρσ )
ambizioso (επίθ.)
ambliopia (θηλ.ουσ)
ambo (ουσ αρσ )
ambra (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
ambrato (επίθ.)
ambrosia (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---