ItalianoGreco


ambiguità  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ambiguiˈta]

1 σκίαση
2 αθιβολή
3 ενδοιασμός
4 αμφιβολία
5 ρίξιμο σκιάς
6 αβεβαιότητα


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---