Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ambizióso  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ambitˈtsjoso], [ambitˈtsjozo]

φιλόδοξο άτομο

ambizióso  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ambitˈtsjoso], [ambitˈtsjozo]

φιλόδοξος (-η, -ο)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ambizione ambliopia  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ambire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
ambito (ουσ αρσ )
ambivalente (επίθ.)
ambivalenza (θηλ.ουσ)
ambizione (θηλ.ουσ)
ambizioso (ουσ αρσ )
ambizioso (επίθ.)
ambliopia (θηλ.ουσ)
ambo (ουσ αρσ )
ambra (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
ambrato (επίθ.)
ambrosia (θηλ.ουσ)
ambulacro (ουσ αρσ )
ambulante (ουσ αρσ και θηλ.)
ambulante (επίθ.)
ambulanza (θηλ.ουσ)
ambulatoriale (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
ambulatorio (ουσ αρσ )
ambulatorio (επίθ.)
ameba (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---