Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ambulatoriàle  
αρσενικό και θηλ επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [ambulatoˈrjale]

εξωτερικός (ασθενής)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ambulanza ambulatorio  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ambrosia (θηλ.ουσ)
ambulacro (ουσ αρσ )
ambulante (ουσ αρσ και θηλ.)
ambulante (επίθ.)
ambulanza (θηλ.ουσ)
ambulatoriale (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
ambulatorio (ουσ αρσ )
ambulatorio (επίθ.)
ameba (θηλ.ουσ)
amebeo (αρσ. επίθ και ουσ)
amebiasi (θηλ.ουσ)
ameboide (επίθ.)
amen (επιφ.)
amenità (θηλ.ουσ)
ameno (επίθ.)
amenorrea (θηλ.ουσ)
amento (ουσ αρσ )
America (θηλ.ουσ)
americana (θηλ.ουσ)
americanata (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---