Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


amèno  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [aˈmɛno]

1 φαιδρός
2 ευχάριστος
3 αστείος
4 περίεργος
5 ευάρεστος
6 κωμικός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  amenità amenorrea  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

amebeo (αρσ. επίθ και ουσ)
amebiasi (θηλ.ουσ)
ameboide (επίθ.)
amen (επιφ.)
amenità (θηλ.ουσ)
ameno (επίθ.)
amenorrea (θηλ.ουσ)
amento (ουσ αρσ )
America (θηλ.ουσ)
americana (θηλ.ουσ)
americanata (θηλ.ουσ)
americanismo (ουσ αρσ )
americanista (ουσ αρσ και θηλ.)
americanistica (θηλ.ουσ)
americanizzare (ρ. μτβ.)
americanizzarsi (ρ. μ. αμτβ.)
americanizzazione (θηλ.ουσ)
americano (ουσ αρσ )
americano (επίθ.)
americanofobo (αρσ. επίθ και ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---