ItalianoGreco


americàno  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ameriˈkano]

ο Αμερικάνος, η Αμερικανίδα

americàno  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ameriˈkano]

αμερικανικός (-ή, -ό)


permalink


Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


nocciolina [θηλ.] americana = το αράπικο φυστίκι



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---