Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ametropìa  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ametroˈpia]

αμετρωπία


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ametrope amfetamina  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

americanologo (ουσ αρσ )
americio (ουσ αρσ )
amerindiano (αρσ. επίθ και ουσ)
ametista (θηλ.ουσ)
ametrope (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
ametropia (θηλ.ουσ)
amfetamina (θηλ.ουσ)
amianto (ουσ αρσ )
amica (θηλ.ουσ)
amicarsi (ρ.μ. (αντων.))
amichetta (θηλ.ουσ)
amichetto (ουσ αρσ )
amichevole (επίθ.)
amicizia (θηλ.ουσ)
amico (ουσ αρσ )
amico (επίθ.)
amicone (ουσ αρσ )
amidaceo (επίθ.)
amidato (επίθ.)
amidatura (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---