Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόamichévole
επίθετο Προσφορά I.P.A.: [amiˈkevole] φιλικός (-ή, -ό) permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαpartita [θηλ.] amichevole = το φιλικό ματς || rapporti [αρσ. πλυθ.] amichevoli = οι φιλικές σχέσεις [f.] Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |