Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


amichétto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [amiˈketto]

1 φίλος συνοδός γυναίκας
2 γκόμενος
3 φίλος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  amichetta amichevole  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

amfetamina (θηλ.ουσ)
amianto (ουσ αρσ )
amica (θηλ.ουσ)
amicarsi (ρ.μ. (αντων.))
amichetta (θηλ.ουσ)
amichetto (ουσ αρσ )
amichevole (επίθ.)
amicizia (θηλ.ουσ)
amico (ουσ αρσ )
amico (επίθ.)
amicone (ουσ αρσ )
amidaceo (επίθ.)
amidato (επίθ.)
amidatura (θηλ.ουσ)
amido (ουσ αρσ )
amigdala (θηλ.ουσ)
amigdalico (επίθ.)
amigdalina (θηλ.ουσ)
amilaceo (επίθ.)
amilasi (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---