Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


amilàceo  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [amiˈlaʧeo]

αμυλούχος (χρησιμοποίησε καλύτερα το amidaceo)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  amigdalina amilasi  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

amidatura (θηλ.ουσ)
amido (ουσ αρσ )
amigdala (θηλ.ουσ)
amigdalico (επίθ.)
amigdalina (θηλ.ουσ)
amilaceo (επίθ.)
amilasi (θηλ.ουσ)
amile (ουσ αρσ )
amilico (επίθ.)
amitosi (θηλ.ουσ)
amitto (ουσ αρσ )
amletico (επίθ.)
ammaccamento (ουσ αρσ )
ammaccare (ρ. μτβ.)
ammaccarsi (ρ. μ. μτβ. και αμτβ.)
ammaccatura (θηλ.ουσ)
ammaestrabile (επίθ.)
ammaestramento (ουσ αρσ )
ammaestrare (ρ. μτβ.)
ammaestrato (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---