Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόamilàceo
επίθετο Προσφορά I.P.A.: [amiˈlaʧeo] αμυλούχος (χρησιμοποίησε καλύτερα το amidaceo) permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |