Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ammaestraménto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ammaestraˈmento]

1 μάθημα
2 εκπαίδευση
3 διδασκαλία


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ammaestrabile ammaestrare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ammaccamento (ουσ αρσ )
ammaccare (ρ. μτβ.)
ammaccarsi (ρ. μ. μτβ. και αμτβ.)
ammaccatura (θηλ.ουσ)
ammaestrabile (επίθ.)
ammaestramento (ουσ αρσ )
ammaestrare (ρ. μτβ.)
ammaestrato (επίθ.)
ammaestratore (ουσ αρσ )
ammagliare (ρ. μτβ.)
ammainabandiera (ουσ αρσ )
ammainare (ρ. μτβ.)
ammalare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
ammalarsi (ρ. μ. αμτβ.)
ammalato (ουσ αρσ )
ammalato (επίθ.)
ammaliamento (ουσ αρσ )
ammaliare (ρ. μτβ.)
ammaliatore (αρσ. επίθ και ουσ)
ammaliatrice (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---