Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ammaccàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [ammakˈkare]

1 τσαλακώνω
2 μωλωπίζω
3 συντρίβω
4 ζουλώ
5 βαθουλώνω
6 εγχαράσσω
7 συνθλίβω
8 συμπιέζω

ammaccàrsi  
ρήμα μέσο μεταβατικό και αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [ammakˈkarsi]

1 συμπιέζομαι
2 συνθλίβομαι
3 τσαλακώνομαι
4 ζουλιέμαι
5 μωλωπίζομαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ammaccamento ammaccatura  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

amilico (επίθ.)
amitosi (θηλ.ουσ)
amitto (ουσ αρσ )
amletico (επίθ.)
ammaccamento (ουσ αρσ )
ammaccare (ρ. μτβ.)
ammaccarsi (ρ. μ. μτβ. και αμτβ.)
ammaccatura (θηλ.ουσ)
ammaestrabile (επίθ.)
ammaestramento (ουσ αρσ )
ammaestrare (ρ. μτβ.)
ammaestrato (επίθ.)
ammaestratore (ουσ αρσ )
ammagliare (ρ. μτβ.)
ammainabandiera (ουσ αρσ )
ammainare (ρ. μτβ.)
ammalare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
ammalarsi (ρ. μ. αμτβ.)
ammalato (ουσ αρσ )
ammalato (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---