Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


amitòsi  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [amiˈtɔzi]

αμίτωση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  amilico amitto  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

amigdalina (θηλ.ουσ)
amilaceo (επίθ.)
amilasi (θηλ.ουσ)
amile (ουσ αρσ )
amilico (επίθ.)
amitosi (θηλ.ουσ)
amitto (ουσ αρσ )
amletico (επίθ.)
ammaccamento (ουσ αρσ )
ammaccare (ρ. μτβ.)
ammaccarsi (ρ. μ. μτβ. και αμτβ.)
ammaccatura (θηλ.ουσ)
ammaestrabile (επίθ.)
ammaestramento (ουσ αρσ )
ammaestrare (ρ. μτβ.)
ammaestrato (επίθ.)
ammaestratore (ουσ αρσ )
ammagliare (ρ. μτβ.)
ammainabandiera (ουσ αρσ )
ammainare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---