Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ammalàre  
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [ammaˈlare]

1 αρρωσταίνω
2 ασθενώ

ammalàrsi  
ρήμα μέσο αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [ammaˈlarsi]

αρρωσταίνω, ασθενώ


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ammainare ammalato  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ammaestrato (επίθ.)
ammaestratore (ουσ αρσ )
ammagliare (ρ. μτβ.)
ammainabandiera (ουσ αρσ )
ammainare (ρ. μτβ.)
ammalare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
ammalarsi (ρ. μ. αμτβ.)
ammalato (ουσ αρσ )
ammalato (επίθ.)
ammaliamento (ουσ αρσ )
ammaliare (ρ. μτβ.)
ammaliatore (αρσ. επίθ και ουσ)
ammaliatrice (θηλ.ουσ)
ammalinconire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
ammalinconirsi (ρ.μ. (αντων.))
ammaliziare (ρ. μτβ.)
ammalizzire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
ammanco (ουσ αρσ )
ammanettare (ρ. μτβ.)
ammanierare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---