Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόammànco
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [amˈmanko] 1 έλλειψη 2 έλλειμμα 3 ανεπάρκεια permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |