Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόammanigliàre
ρήμα μεταβατικό Προσφορά I.P.A.: [ammaniʎˈʎare] 1 εμποδίζω 2 δεσμεύω 3 αλυσοδένω permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |