ItalianoGreco


ammansàre  
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [ammanˈsare]

1 κατευνάζω
2 παρηγορώ
3 ηρεμώ
4 δαμάζω
5 ανακουφίζω
6 εξευμενίζω
7 φέρνω ειρήνη
8 τιθασεύω
9 ημερώνω


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---