Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόammassàre
ρήμα μεταβατικό Προσφορά I.P.A.: [ammasˈsare] 1 θημωνιάζω 2 στριμώχνω 3 σωρεύω 4 σωριάζω 5 στουμπώνω 6 παραγεμίζω 7 στοιβάζω 8 επισωρεύω ammassàrsi ρήμα μέσο αμετάβατο Προσφορά I.P.A.: [ammasˈsarsi] 1 συνωθούμαι 2 στοιβάζομαι 3 στριμώχνομαι 4 διαγκωνίζομαι 5 ασφυκτιώ 6 συνωστίζομαι permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |