Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ammassaménto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ammassaˈmento]

1 ντάνα
2 ορμαθός
3 σωρός
4 πλήθος
5 μάτσο
6 στοίβα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ammarrare ammassare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ammanto (ουσ αρσ )
ammaraggio (ουσ αρσ )
ammarare (ρ.αμτβ.)
ammarraggio (ουσ αρσ )
ammarrare (ρ.αμτβ.)
ammassamento (ουσ αρσ )
ammassare (ρ. μτβ.)
ammassarsi (ρ. μ. αμτβ.)
ammassicciare (ρ. μτβ.)
ammassicciarsi (ρ.μ. (αντων.))
ammasso (ουσ αρσ )
ammatassare (ρ. μτβ.)
ammattimento (ουσ αρσ )
ammattire (ρ.αμτβ.)
ammattonare (ρ. μτβ.)
ammattonato (αρσ. επίθ και ουσ)
ammattonatura (θηλ.ουσ)
ammazzamento (ουσ αρσ )
ammazzare (ρ. μτβ.)
ammazzarsi (ρ. μ. αμτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---