Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόammazzàre
ρήμα μεταβατικό Προσφορά I.P.A.: [ammatˈtsare] σκοτώνω ammazzàrsi ρήμα μέσο αμετάβατο Προσφορά I.P.A.: [ammatˈtsarsi] σκοτώνομαι permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαl'ha ammazzato di botte = τον σκότωσε στο ξύλο Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |