ItalianoGreco


ammésso  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [amˈmesso]

1 παραχωρημένος
2 δεδομένος
3 χαρισμένος
4 δομένος
5 επιτρεπτός
6 αποδεχόμενος
7 παραδεχόμενος
8 επιτρεπόμενος
9 αποδεκτός


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---