Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ammìde  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [amˈmide]

αμίδιο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ammicco ammidico  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ammezzato (αρσ. επίθ και ουσ)
ammezzire (ρ.αμτβ.)
ammiccamento (ουσ αρσ )
ammiccare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
ammicco (ουσ αρσ )
ammide (θηλ.ουσ)
ammidico (επίθ.)
ammina (θηλ.ουσ)
amminico (επίθ.)
amministrare (ρ. μτβ.)
amministrativo (αρσ. επίθ και ουσ)
amministratore (ουσ αρσ )
amministratrice (θηλ.ουσ)
amministrazione (θηλ.ουσ)
amminoacido (ουσ αρσ )
ammirabile (επίθ.)
ammiraglia (θηλ.ουσ)
ammiragliato (ουσ αρσ )
ammiraglio (ουσ αρσ )
ammirare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---