Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


amministrazióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [amministratˈtsjone]

η διαχείριση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  amministratrice amminoacido  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


amministrazione [θηλ.] statale = η κρατική διαχείριση


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

amminico (επίθ.)
amministrare (ρ. μτβ.)
amministrativo (αρσ. επίθ και ουσ)
amministratore (ουσ αρσ )
amministratrice (θηλ.ουσ)
amministrazione (θηλ.ουσ)
amminoacido (ουσ αρσ )
ammirabile (επίθ.)
ammiraglia (θηλ.ουσ)
ammiragliato (ουσ αρσ )
ammiraglio (ουσ αρσ )
ammirare (ρ. μτβ.)
ammirativo (επίθ.)
ammiratore (ουσ αρσ )
ammirazione (θηλ.ουσ)
ammirevole (επίθ.)
ammissibile (επίθ.)
ammissibilità (θηλ.ουσ)
ammissione (θηλ.ουσ)
ammobiliamento (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---