ItalianoGreco


ammiratóre  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ammiraˈtore]

1 λάτρης
2 θαυμαστής
3 οπαδός
4 ζηλωτής
5 αποδεχόμενος ορισμένες ιδέες
6 θιασώτης


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---