Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ammiratóre  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ammiraˈtore]

1 λάτρης
2 θαυμαστής
3 οπαδός
4 ζηλωτής
5 αποδεχόμενος ορισμένες ιδέες
6 θιασώτης


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ammirativo ammirazione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ammiraglia (θηλ.ουσ)
ammiragliato (ουσ αρσ )
ammiraglio (ουσ αρσ )
ammirare (ρ. μτβ.)
ammirativo (επίθ.)
ammiratore (ουσ αρσ )
ammirazione (θηλ.ουσ)
ammirevole (επίθ.)
ammissibile (επίθ.)
ammissibilità (θηλ.ουσ)
ammissione (θηλ.ουσ)
ammobiliamento (ουσ αρσ )
ammobiliare (ρ. μτβ.)
ammobiliato (επίθ.)
ammodernamento (ουσ αρσ )
ammodernare (ρ. μτβ.)
ammodo (επίθ.)
ammodo (επίρ.)
ammogliare (ρ. μτβ.)
ammogliarsi (ρ. μ. αμτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---