Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ammobiliàto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ammobiˈljato]

επιπλωμένος (-η, -ο)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ammobiliare ammodernamento  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ammissibile (επίθ.)
ammissibilità (θηλ.ουσ)
ammissione (θηλ.ουσ)
ammobiliamento (ουσ αρσ )
ammobiliare (ρ. μτβ.)
ammobiliato (επίθ.)
ammodernamento (ουσ αρσ )
ammodernare (ρ. μτβ.)
ammodo (επίθ.)
ammodo (επίρ.)
ammogliare (ρ. μτβ.)
ammogliarsi (ρ. μ. αμτβ.)
ammogliato (ουσ αρσ )
ammogliato (επίθ.)
ammollamento (ουσ αρσ )
ammollare (ρ. μτβ.)
ammollarsi (ρ. μ. αμτβ.)
ammollimento (ουσ αρσ )
ammollire (ρ. μτβ.)
ammollirsi (ρ. μ. αμτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---