Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ammissióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ammisˈsjone]

1 απόδειξη
2 βεβαίωση λήψης
3 παραδοχή
4 είσοδος
5 αποδοχή


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ammissibilità ammobiliamento  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ammiratore (ουσ αρσ )
ammirazione (θηλ.ουσ)
ammirevole (επίθ.)
ammissibile (επίθ.)
ammissibilità (θηλ.ουσ)
ammissione (θηλ.ουσ)
ammobiliamento (ουσ αρσ )
ammobiliare (ρ. μτβ.)
ammobiliato (επίθ.)
ammodernamento (ουσ αρσ )
ammodernare (ρ. μτβ.)
ammodo (επίθ.)
ammodo (επίρ.)
ammogliare (ρ. μτβ.)
ammogliarsi (ρ. μ. αμτβ.)
ammogliato (ουσ αρσ )
ammogliato (επίθ.)
ammollamento (ουσ αρσ )
ammollare (ρ. μτβ.)
ammollarsi (ρ. μ. αμτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---