Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ammodernaménto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ammodernaˈmento]

1 εισαγωγή σύγχρονων μεθόδων
2 εκσυγχρονισμός
3 εφαρμογή σύγχρονων αντιλήψεων


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ammobiliato ammodernare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ammissibilità (θηλ.ουσ)
ammissione (θηλ.ουσ)
ammobiliamento (ουσ αρσ )
ammobiliare (ρ. μτβ.)
ammobiliato (επίθ.)
ammodernamento (ουσ αρσ )
ammodernare (ρ. μτβ.)
ammodo (επίθ.)
ammodo (επίρ.)
ammogliare (ρ. μτβ.)
ammogliarsi (ρ. μ. αμτβ.)
ammogliato (ουσ αρσ )
ammogliato (επίθ.)
ammollamento (ουσ αρσ )
ammollare (ρ. μτβ.)
ammollarsi (ρ. μ. αμτβ.)
ammollimento (ουσ αρσ )
ammollire (ρ. μτβ.)
ammollirsi (ρ. μ. αμτβ.)
ammollo (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---