Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ammiragliàto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ammiraʎˈʎato]

1 ναυαρχία
2 υπουργείο του Πολεμικού Ναυτικού
3 αξίωμα και θητεία ναυάρχου
4 ναυαρχείο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ammiraglia ammiraglio  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

amministratrice (θηλ.ουσ)
amministrazione (θηλ.ουσ)
amminoacido (ουσ αρσ )
ammirabile (επίθ.)
ammiraglia (θηλ.ουσ)
ammiragliato (ουσ αρσ )
ammiraglio (ουσ αρσ )
ammirare (ρ. μτβ.)
ammirativo (επίθ.)
ammiratore (ουσ αρσ )
ammirazione (θηλ.ουσ)
ammirevole (επίθ.)
ammissibile (επίθ.)
ammissibilità (θηλ.ουσ)
ammissione (θηλ.ουσ)
ammobiliamento (ουσ αρσ )
ammobiliare (ρ. μτβ.)
ammobiliato (επίθ.)
ammodernamento (ουσ αρσ )
ammodernare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---