Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόammiccaménto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ammikkaˈmento] 1 βλεφαρισμός 2 γρήγορο άνοιγμα-κλείσιμο ματιών 3 κλείσιμο του ματιού permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |