Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόamméttere
ρήμα μεταβατικό Προσφορά I.P.A.: [amˈmettere] 1 παραδέχομαι 2 (riconoscere) αναγνωρίζω 3 (accettare) δέχομαι permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαammesso che tu abbia ragione (supporre) = ας υποθέσουμε ότι έχεις δίκιο Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |