Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόammendaménto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ammendaˈmento] 1 προετοιμασία του εδάφους 2 τροποποίηση 3 διόρθωση permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |