Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ammennìcolo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ammenˈnikolo]

1 μικροπράγματα
2 δικαιολογία


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ammendare ammesso  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ammazzasette (ουσ αρσ και θηλ.)
ammazzatoio (ουσ αρσ )
ammenda (θηλ.ουσ)
ammendamento (ουσ αρσ )
ammendare (ρ. μτβ.)
ammennicolo (ουσ αρσ )
ammesso (αρσ. επίθ και ουσ)
ammettenza (θηλ.ουσ)
ammettere (ρ. μτβ.)
ammezzare (ρ. μτβ.)
ammezzato (αρσ. επίθ και ουσ)
ammezzire (ρ.αμτβ.)
ammiccamento (ουσ αρσ )
ammiccare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
ammicco (ουσ αρσ )
ammide (θηλ.ουσ)
ammidico (επίθ.)
ammina (θηλ.ουσ)
amminico (επίθ.)
amministrare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---